- δικάζοντες
- δικάζωBis Acc.pres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHYLLA — I. PHYLLA Graece φύλλα, i. e. folia, dicebantur olim fasciolae, quae e mitra seu capitis muliebris redimiculo dependebant, flo rum instar, Onuphrius de vocibus Eccles. apud Anselmum Solerium, de Pileo sect. 6. Vide supra Mithra. Ab eadem voce… … Hofmann J. Lexicon universale
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek